- παλινδρομῇ
- παλινδρομέωrun back againpres subj mp 2nd sgπαλινδρομέωrun back againpres ind mp 2nd sgπαλινδρομέωrun back againpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλινδρομή — η (ΑΜ παλινδρομή) παλινδρόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. τού τρέχω), πρβλ. επι δρομή] … Dictionary of Greek
ενδοσκοπική παλίνδρομη χολαγγειοπαγκρεατογραφία — Ειδική εξέταση των σωλήνων που οδηγούν από το συκώτι, τη χοληδόχο κύστη και το πάγκρεας στο δωδεκαδάκτυλο. Με το ενδοσκόπιο διοχετεύεται σε αυτούς τους σωλήνες σκιαγραφικό υλικό, που επιτρέπει στον γιατρό να κάνει τις παρατηρήσεις του. Η μέθοδος… … Dictionary of Greek
αιώρηση — η (Α αἰώρησις) το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα νεοελλ. 1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση τού σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο 2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την… … Dictionary of Greek
καταγένεση — η βιολ. παλίνδρομη ή ανάστροφη εξέλιξη τών ειδών αντίρροπη προς τη βαθμιαία εξέλιξη κατά την οποία όσοι χαρακτήρες αποβαίνουν άχρηστοι υποχωρούν και εκλείπουν για να αναπτυχθούν άλλοι χαρακτήρες ωφέλιμοι για το είδος σε νέες συνθήκες… … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλίνδρομος — η, ο (ΑΜ παλίνδρομος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις 2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση» ιατρ. η λόγω νέκρωσης τού εμβρύου στη μήτρα υποστροφή τής κύησης, η… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek